γαλβανίζω

γαλβανίζω
1. ηλεκτρίζω κάποιο σώμα χρησιμοποιώντας ηλεκτρική στήλη
2. επενδύω με την επίδραση τού ηλεκτρικού ρεύματος μετάλλινο αντικείμενο με λεπτό στρώμα άλλου μετάλλου
3. μεταδίδω σε κάποιον τον ενθουσιασμό μου για κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. galvaniser < [Luigi] Galvani, όνομα Ιταλού γιατρού και φυσικού)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • γαλβανίζω — γαλβανίζω, γαλβάνισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • γαλβανίζω — γαλβάνισα, γαλβανίστηκα, γαλβανισμένος 1. καλύπτω με την επίδραση του ηλεκτρικού ρεύματος ένα μέταλλο με λεπτό στρώμα άλλου μετάλλου: Γαλβανισμένος σίδηρος (επικαλυμμένος με ψευδάργυρο). 2. μτφ., μαγεύω, γοητεύω, ενθουσιάζω: Με τη ρητορική του… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγαλβάνιστος — η, ο [γαλβανίζω] αυτός που δεν έχει υποστεί ή που δεν επιδέχεται γαλβανισμό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”