- γαλβανίζω
- 1. ηλεκτρίζω κάποιο σώμα χρησιμοποιώντας ηλεκτρική στήλη2. επενδύω με την επίδραση τού ηλεκτρικού ρεύματος μετάλλινο αντικείμενο με λεπτό στρώμα άλλου μετάλλου3. μεταδίδω σε κάποιον τον ενθουσιασμό μου για κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. galvaniser < [Luigi] Galvani, όνομα Ιταλού γιατρού και φυσικού)].
Dictionary of Greek. 2013.